- φαλαγγίτης
- ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, -ίτιδος, Αστρατιώτης φάλαγγαςνεοελλ.1. απόμαχος τού τακτικού στρατού τής Ελληνικής Επανάστασης τού 18212. μέλος τής δεύτερης βαθμίδας τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης τού δικτατορικού καθεστώτος τής 4ης Αυγούστου, σε αντιδιαστολή προς τον σκαπανέα, μέλος τής πρώτης βαθμίδας3. μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες4. (στην Ισπανία) μέλος τής φασιστικής φάλαγγας τού στρατηγού Φράνκο6. (στον Λίβανο) ένοπλος που ανήκει στην χριστιανική μειονότητααρχ.(το αρσ.) είδος βοτάνου για τη θεραπεία τών δηγμάτων τής δηλητηριώδους αράχνης φαλάγγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.